- ἐπιγουνίς
- ἐπιγουνίςpart above the kneefem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιγουνίς — ἐπιγουνίς, η (Α) 1. μυς τού μηρού πάνω από το γόνατο 2. επιγονατίδα 3. γόνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γουν ίς (< γούνυ, ιων. παράλλ. τ. τού γόνυ)] … Dictionary of Greek
ἐπιγουνίδα — ἐπιγουνίς part above the knee fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγουνίδας — ἐπιγουνίς part above the knee fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγουνίδες — ἐπιγουνίς part above the knee fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγουνίδι — ἐπιγουνίς part above the knee fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγουνίδος — ἐπιγουνίς part above the knee fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγουνίδων — ἐπιγουνίς part above the knee fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιγουνίδιος — ἐπιγουνίδιος, ον (Α) [επιγουνίς] (για βρέφος) αυτός που κάθεται πάνω στα γόνατα τής μητέρας, τής τροφού κ.λπ … Dictionary of Greek